- ρεμπούμπλικα
- η, και ρε(μ)πούμπλικο, το, Νανδρικό καπέλο με γύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. repubblica (βλ. λ. ρεπουμπλικάνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεμπούμπλικα — ρεμπούμπλικα, η και ρεπούμπλικα, η (λ. ιταλ.), αντρικό καπέλο πλατύγυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεπούμπλικα — η βλ. ρεμπούμπλικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)